- μονόστιχα
- μονόστιχοςconsisting of one verseneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
στιχομυθία — η, ΝΑ [στιχομυθῶ] (στο αρχ. δράμα) διάλογος που γινόταν κυρίως με ημίστιχα, μονόστιχα ή δίστιχα νεοελλ. 1. ζωηρός διάλογος σύντομης χρονικής διάρκειας 2. (γενικά) σύντομος διάλογος … Dictionary of Greek
Ζωναράς, Ιωάννης — (12ος αι.). Βυζαντινός εκκλησιαστικός συγγραφέας και χρονογράφος. Στα χρόνια του Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081 1118) ανέλαβε ανώτερα αξιώματα στην αυλή και στη συνέχεια έγινε μοναχός και ασχολήθηκε με πολύμορφες μελέτες. Με τα σχόλιά του σε… … Dictionary of Greek
Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… … Dictionary of Greek